- βούπαλις
- βούπᾰλις, εως, ὁ, ἡ, ([etym.] πάλη)A wrestling like a bull, i.e. hard-struggling,
ἀεθλοσύνη APl.4.67
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀεθλοσύνη APl.4.67
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βούπαλις — βούπαλις, η (Α) φρ. «βούπαλις ἀεθλοσύνη» αγώνας σκληρός σαν να παλεύουν ταύροι. [ΕΤΥΜΟΛ. < βους + πάλη] … Dictionary of Greek
βους — ο (AM βοῡς, ο, Α και βοῡς, η) βόδι (ταύρος, αγελάδα ή μοσχάρι) (αρχ. μσν.) φρ. «βοῡς ἐπὶ γλώσσῃ βέβηκε», «βοῡς ἐπὶ γλώσσης ἐπιβαίνει», «βοῡν ἐπὶ τῆς γλώττης ἔχω» βουθαίνομαι, δεν αποκαλύπτω αυτά που γνωρίζω αρχ. βοῡς, η 1. δέρμα βοδιού, ασπίδα 2 … Dictionary of Greek
βουπάλεως — βουπάλεω̆ς , βούπαλις wrestling like a bull fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)